- πικνίκ
- το(λ. αγγλ.), γεύμα εκδρομέων στην εξοχή, όπου ο καθένας προσφέρει τα δικά του φαγητά: Το Σαββατοκύριακο φύγαμε στην εξοχή για ένα πικνίκ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.